αφουγκράζομαι

αφουγκράζομαι
αφουγκράζομαι και αφογκράζομαι και αφηγκριάζομαι -άστηκα
1. ακούω με προσοχή: Ν' αφουγκράζεσαι τα λόγια του δασκάλου σου.
2. κρυφακούω, ωτακουστώ: Είχε την κακή συνήθεια να αφουγκράζεται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αφουγκράζομαι — αφουγκράζομαι, αφουγκράστηκα βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φουκρούμαι — και φουκράομαι Ν αφουγκράζομαι, ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφουκρούμαι, με σίγηση τού αρκτικού άτονου α . Βλ. και λ. αφουγκράζομαι] …   Dictionary of Greek

  • αγροικιάζομαι — παραφυλάω να ακούσω τι λένε οι άλλοι, αφουγκράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *αγροικιά ή το ρ. αγροικώ, αναλογικά προς το συνών. αφτιάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • ακροάζομαι — (Α ἀκροάζομαι) νεοελλ. 1. (για γιατρούς) ακούω με το αφτί ή με τη βοήθεια στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην καρδιά, στους πνεύμονες κ.λπ. 2. ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι αρχ. ἀκροῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ρ. ἀκροῶμαι …   Dictionary of Greek

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… …   Dictionary of Greek

  • αφου(γ)κράζομαι — και αφαγκράζομαι και αφακράζομαι και αφουκρούμαι 1. ακούω με προσοχή 2. στήνω αφτί, κρυφακούω 3. ακροάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι νεοελλ. τ. αφου(γ)κράζομαι, αφακράζομαι, αφουκρούμαι προήλθαν από το αρχ. επακροώμαι με τις ακόλουθες μεταβολές: επακροώμαι… …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • ενωτίζομαι — (AM ἐνωτίζομαι) (με αιτ. ή δοτ.) ακούω με προσοχή, ακροώμαι, αφουγκράζομαι, προσέχω («ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • επακροάζομαι — ἐπακροάζομαι και ἐπακροῶμαι, άομαι (Α) 1. ακούω με προσοχή 2. κρυφακούω, ωτακουστώ βλ. και αφουγκράζομαι και επακροώμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”